λέκιθος

λέκιθος
Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού αντιστοιχεί στο 27-32% του βάρους του, έχει χρώμα κίτρινο προς πορτοκαλί και χωρίζεται από το λεύκωμα ή ασπράδι με τη μεμβράνη της λ. Πήζει κατά μη αντιστρεπτό τρόπο στους 75-80°C. Τα κύρια συστατικά της είναι το νερό, οι πρωτεΐνες, το λίπος, οι υδατάνθρακες, οι βιταμίνες Α και οι προβιταμίνες της, D, B1 και B2. Το χρώμα της λ. οφείλεται στη χρωστική λουτεΐνη, η οποία είναι μείγμα α- και β-καροτινίου, ωοφλαβίνης και ξανθοφύλλης· όσο πιο σκούρο είναι το χρώμα της λ. τόσο πλουσιότερη είναι σε προβιταμίνη Α. Αποτελείται από δύο διαφορετικές ουσίες, τη διαπλαστική λ. ή το πρωτόπλασμα και τη θρεπτική λ. ή το δευτερόπλασμα. Από τη διαπλαστική λ., η οποία είναι ομοιογενής και διαφανής και αποτελείται από λεπτούς κόκκους, σχηματίζεται το έμβρυο. Η θρεπτική λ., η οποία αποτελείται από τις λιπαρές και λευκωματώδεις ουσίες που περικλείονται μέσα στο πρωτόπλασμα, παρέχει τα θρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα για την εξέλιξη του εμβρύου. Η ποσότητα της θρεπτικής λ. είναι ανάλογη με το μέγεθος του ωαρίου και την τροφή που δέχεται. Στα αβγά των πτηνών ο κρόκος, στο μεγαλύτερο μέρος του, αποτελείται από θρεπτική λ. και ελάχιστη διαπλαστική λ.
* * *
η (AM λέκιθος, ἡ, Α και λέκιθος, ὁ)
(στον τ.) η λέκιθος
ο κρόκος τού αβγού
νεοελλ.
το σύνολο τών ουσιών που απαρτίζουν το κύτταρο-ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη (α. «δομική λέκιθος» — η ζώσα ουσία που σχηματίζει το έμβρυο, το καθαυτό κυτταρόπλασμα
β. «θρεπτική λέκιθος» — το δευτερόπλασμα, κν. κρόκος, που χρησιμεύει ως τροφή για το αναπτυσσόμενο έμβρυο)
αρχ.
(στον τ.) ὁ λέκιθος
1. πουρές από αλεσμένα όσπρια που παρασκευαζόταν με λίπος
2. το εσωτερικό μέρος τών οσπρίων
3. είδος οσπρίου, πιθ. το μπιζέλι, τού οποίου η ψίχα έχει το χρώμα τού κρόκου τού αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το τοπωνύμιο Λεκίθη, ενώ, κατ' άλλους, με τους τ. λέκος, λεκάνη. Δεν αποκλείεται, τέλος, η λ. να είναι δάνεια.
ΠΑΡ. λεκιθώδης
αρχ.
λεκίθιον, λεκιθίτης
νεοελλ.
λεκιθικός, λεκιθίνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λεκιθοειδής, λεκιθοπώλης
νεοελλ.
λεκιθοφόρος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. διλέκιθος, μονολέκιθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λέκιθος — gruel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθοις — λέκιθος gruel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθου — λέκιθος gruel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθους — λέκιθος gruel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθων — λέκιθος gruel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκίθῳ — λέκιθος gruel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέκιθοι — λέκιθος gruel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέκιθον — λέκιθος gruel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • κεντρολεκιθικός — ή, ό βιολ. φρ. «κεντρολεκιθικό αβγό» αβγό εντόμου στο οποίο η λέκιθος που είναι εσωτερική περιβάλλεται από μία περιφερειακή κυτταροπλασματική ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. centrolecithal < centro (< κέντρο[ν]) + lecithal (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”